Έγκλημα στο Χαλάνδρι: «Τον αγαπάω ακόμα», λέει η σύζυγος του παιδοκτόνου
Δηλώνει ότι θέλει να ξαναφτιάξει τη ζωή της και να υιοθετήσει ένα παιδί
Δημοσίευση 12/11/2019 | 13:19
Το ημερολόγιο έδειχνε 7 Απριλίου του 2019 όταν μια απίστευτη οικογενειακή τραγωδία στο Χαλάνδρι συγκλονίζει το πανελλήνιο. Σύμφωνα με το αστυνομικό ρεπορτάζ πατέρας πυροβολεί με καραμπίνα τον 4χρονο γιο του μέσα στο διαμέρισμα που ζούσαν. Αφού δολοφόνησε το σπλάχνο του, ο παιδοκτόνος έστρεψε την καραμπίνα πάνω του και αυτοκτόνησε.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ο δράστης και αυτόχειρας όταν ήταν στην ηλικία των 21 ετών γνωρίζει την σύζυγό του Ιωάννα, η οποία εκείνη την εποχή ήταν ανήλικη. Η ανήλικη, τότε, Ιωάννα ήταν έγκυος στο παιδί που αργότερα θα δολοφονήσει ο 27χρονος πατέρας στο Χαλάνδρι.
Πριν από περίπου έναν χρόνο και ενώ το ζευγάρι είχε μετακομίσει στο σπίτι στο Χαλάνδρι, η 21χρονη πια μητέρα του παιδιού αποφάσισε να φύγει από το σπίτι αφήνοντας το παιδί της στον πατέρα του. Οι καβγάδες, αλλά και τα βίαια ξεσπάσματά του 27χρονου σε βάρος της Ιωάννας ήταν συχνά φαινόμενα.
Η τραγωδία αποκαλύφθηκε όταν η 21χρονη μητέρα του παιδιού έφτασε στο διαμέρισμα μαζί με την αδερφή της. Οι δύο γυναίκες χτύπησαν το κουδούνι, αλλά δεν τους άνοιξε κανείς. Μην μπορώντας να μπουν στο διαμέρισμα, κινήθηκαν προς την μπαλκονόπορτα και μπήκαν στο εσωτερικό του σπιτιού.
Μπαίνοντας βρέθηκαν αντιμέτωπες με το αποτρόπαιο θέαμα. Το μόλις τεσσάρων ετών αγοράκι ήταν νεκρό μέσα σε μία λίμνη αίματος και δίπλα του ο 27χρονος πατέρας του ο οποίος είχε αφήσει ένα σημείωμα πάνω στο τραπεζάκι:
«Γιάννα, το παιδί δεν κατάλαβε τίποτα. Όλα έγιναν στον ύπνο του. Δεν έπρεπε να μας παρατήσεις».
Τότε η Ιωάννα ξέσπασε σε λυγμούς, κλάματα και ουρλιαχτά και οι γείτονες κατάλαβαν πως είχε συμβεί κάτι σοβαρό και αμέσως κάλεσαν την αστυνομία. Οι αστυνομικοί που έφτασαν στο διαμέρισμα λύγισαν μπροστά στο άψυχο κορμάκι του Βασίλη.
Εφτά μήνες μετά την τραγωδία, η Ιωάννα έχοντας, όπως λέει, συγχωρήσει τον άντρα της που της πήρε για πάντα τον τετράχρονο Βασίλη της, νιώθει την ανάγκη να υιοθετήσει ένα παιδί όπως ανέφερε στο Πρώτο Θέμα.
«Θέλω πολύ να υιοθετήσω ένα παιδάκι, ένα αγοράκι σαν τον Βασίλη μου. Έχω τόση αγάπη μέσα μου που νιώθω έτοιμη να τη δώσω σε ένα άλλο παιδάκι που σίγουρα θα την έχει ανάγκη. Πραγματικά θα μου κάνει κι εμένα πολύ καλό ώστε να μπορέσω να συνεχίσω στη ζωή μου. Καθημερινά πηγαίνω στο μνήμα του παιδιού μου, του μιλάω και ξέρω ότι ο Βασίλης μου θα είναι πάντα μέσα στην καρδιά μου. Αλλά έχω την ανάγκη να κρατήσω και πάλι στην αγκαλιά μου ένα παιδάκι».
«Πέντε χρόνια που ήμασταν μαζί ποτέ δεν χάθηκε η αγάπη μας. Κι αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί μου κι εγώ ήμουν ερωτευμένη μαζί του. Πάντα με ζήλευε, ήταν κάποιες φορές που ήταν νευρικός και περίεργος αλλά του είχα τυφλή εμπιστοσύνη σχετικά με το παιδί . Τον λάτρευε το γιο μας. Τον αγαπάω ακόμα και δε ξέρω αν θα μπορέσω να ξαναφτιάξω τη ζωή μου χωρίς αυτόν και το μικρό μου Βασίλη.
Δεν μου είχε δείξει ποτέ ότι ήταν ικανός να σκοτώσει το παιδί μας. Ήταν ένας άνθρωπος χαρούμενος , κοινωνικός , δούλευε κι έκανε μαραγκόδουλειές. Βέβαια, κάποιες στιγμές έδειχνε νευρικός, τσακωνόμασταν αλλά έφταιγα κι εγώ, όχι μόνο αυτός. Κάποια στιγμή θυμάμαι ότι είχαμε μαλώσει και είχαμε χωρίσει για δυο μήνες. Εγώ έμενα στη θεία μου μαζί με το παιδί μου, τον Βασίλη. Κάποιες φορές ερχόταν κι αυτός για να βλέπει το παιδί. Πήγαιναν βόλτες μαζί και μετά μου το γύριζε πάλι πίσω. Ώσπου μια μέρα, το κράτησε αυτός το παιδί και μου είπε: "Δεν θα τον έχεις εσύ τον Βασίλη αλλά θα τον έχω εγώ". Κι εγώ συμφώνησα μαζί του γιατί δεν ήθελα ο γιος μου να μένει σε μια παράγκα όπου έμενα κι εγώ αλλά σε ένα σπίτι κανονικό μαζί με τον μπαμπά του. Μακάρι να μην τον είχα αφήσει εκεί. Την τελευταία φορά, πριν σκοτώσει το παιδί μας κι αυτοκτονήσει ο ίδιος, τσακωθήκαμε στο τηλέφωνο. Είχε τσακωθεί ο αδερφός μου με τη γυναίκα του και ήθελα να κάτσω να του συμπαρασταθώ. Τότε αυτός νευρίασε απότομα και μου είπε «έψαχνες ευκαιρία για να πας στη μάνα σου πάλι». Τσακωθήκαμε και του είπα «έτσι όπως κάνεις καλύτερα να μην έρθω».
«Στη συνέχεια, ήρθε από το σπίτι που έμενα με τη μητέρα μου και μου έλεγε να φύγουμε. Με τράβηξε από τα μαλλιά, με έριξε κάτω και η μητέρα μου του φώναζε. Αυτός πίστευε ότι είχα εξωσυζυγικές σχέσεις. Αλλά ήταν όλα στο μυαλό του. Τον τελευταίο χρόνο είχε αλλάξει πολύ, είχαμε τσακωθεί πολλές φορές με αποτέλεσμα να φεύγω από το σπίτι και μετά να ξαναγυρίζω πάλι. Αφού τον ηρέμησε η μητέρα μου, αυτός έφυγε και του ζήτησα όταν φτάσει σπίτι να μιλήσω λίγο με το παιδί , κι έτσι έγινε. Μίλησα τελευταία φορά με το παιδί για λίγο στο τηλέφωνο κι ακουγόταν χαρούμενος ο Βασιλάκης μου».