29χρονη από τη Συρία: Προτιμώ τον πόλεμο από το ρατσισμό στην Ελλάδα
Η μαρτυρία της Ζιχάν σοκάρει
Γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ
Δημοσίευση 9/3/2013 | 00:00
Μιλώντας στο 1againstracism.gr της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η 29χρονη Ζιχάν από τη Συρία περιγράφει τις άσχημες μέρες που έζησε στην πατρίδα της, την περιπέτειά της για να φύγει από τη Συρία και τις μαύρες μέρες που περνάει στην Ελλάδα.
Μητέρα έξι παιδιών, αναγκάστηκε λόγω του πολέμου να ξεριζωθεί από τον τόπο της και να έρθει στην Ελλάδα.
«Ο άντρας μου ήταν φωτορεπόρτερ και μέναμε στο Καμισλί, στα βορειοανατολικά σύνορα της Συρίας με το Ιράκ και την Τουρκία. Είχαμε τρία μαγαζιά, χωράφια… Ζούσαμε καλά». Έπειτα, μετά τις αντικαθεστωτικές πορείες και την ακρίβεια, ακολούθησε ο πόλεμος, οι εκρήξεις, οι βομβαρδισμοί».
Ο άντρας της συνελήφθη και η ίδια αποφάσισε να φύγει. Ο γαμπρός της ήταν εκείνος που τους προέτρεψε να φύγουν παράνομα προς την Τουρκία. ¶λλωστε, μες στον πόλεμο πώς να βγάλεις διαβατήριο;
Τον Σεπτέμβρη του 2012 ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Ελλάδα.
«Αποφεύγαμε τον κεντρικό δρόμο και κάναμε τη διαδρομή πρώτα με το αυτοκίνητο, μετά με τα πόδια, μετά πάλι με αυτοκίνητο… Παντού είχε οδοφράγματα και μπλόκα, στα οποία έπρεπε να πληρώσουμε για να μας αφήσουν να φύγουμε. Κάποιες φορές μας πυροβολούσαν. Ήμουν μόνη με τα έξι παιδιά μου».
Από την πόλη Ρεϊχανλί η οικογένεια βρέθηκε στη Σμύρνη. Στόχος της ήταν να περάσει απέναντι.
«Δεν ξέραμε κανέναν εδώ, όμως οι πληροφορίες που είχαμε ήταν πως η Ελλάδα είναι καλή», εξηγεί η Ζιχάν. «Πως είναι φιλόξενη και οι άνθρωποι θα μας βοηθήσουν να βρούμε σπίτι και σχολείο για τα μικρά. Περίμενα να είναι πολύ όμορφα, πραγματική Ευρώπη. Περίμενα ότι θα λυθεί το πρόβλημα με τα χαρτιά από την πρώτη μέρα κι ότι θα αλλάξει η ζωή μου. Ότι φεύγω απ' τον πόλεμο και θα πάω στον παράδεισο. Ότι εκεί εκτιμούν τις γυναίκες και τα παιδιά».
Σε συνεννόηση με τους διακινητές, η Ζιχάν περίμενε ένα μήνα μέχρι να φτιάξει ο καιρός και να κάνει το ταξίδι. Στο μεταξύ έμενε σε ένα δώμα που της είχε βρει κάποιος μακρινός συγγενής, σε μια ταράτσα. «Πληρώσαμε 10.000 ευρώ για το ταξίδι. Μας είπαν ότι θα γίνει με ένα μεγάλο καράβι και θα κρατήσει 40 λεπτά. Μια μέρα, μας πήραν με αυτοκίνητα και μας κατέβασαν σε ένα λιμάνι. Όταν είδα το φουσκωτό που μας περίμενε, τρελάθηκα.
Τους είπα ότι δεν μπαίνουμε εδώ, γιατί είναι σίγουρο ότι θα πνιγούμε. Μου είπαν ότι αν δοκιμάσουμε να γυρίσουμε πίσω, θα μας πυροβολήσουν».
Στο φουσκωτό βρίσκονταν 30 άτομα. Η θάλασσα αγρίεψε, το φουσκωτό πήγαινε πέρα-δώθε σαν καρυδότσουφλο.
«Όταν μας είδαν οι Έλληνες, μας έκαναν νόημα να γυρίσουμε πίσω. Εμείς μείναμε στο ίδιο σημείο. ¶ρχισε να έχει πολύ κύμα και με τα δύο μου χέρια σήκωσα το μικρό μου κοριτσάκι στον αέρα. Κάποια στιγμή πήγε να μου γλιστρήσει και να αναποδογυρίσει όλη η βάρκα. Τα κύματα έμπαιναν μέσα της και είχε αρχίσει να βυθίζεται. Τότε οι Έλληνες μας πήραν. Μαζί μου είχα δύο μικρές βαλίτσες και μία τσάντα ώμου. Στη μια βαλίτσα βρίσκονταν τα τελευταία μου χρήματα – 6.000 ευρώ. Μέσα στην αναταραχή ωστόσο, έχασα ό,τι είχα και δεν είχα».
Έφτασαν στο Αγαθονήσι, όπου πέρασαν 3 μέρες στα κρατητήρια με βρεγμένα ρούχα. Έπειτα κοιμόντουσαν στην παραλία. «Η αστυνομία είπε ότι όποιος δεν έχει 35 ευρώ, δεν ανεβαίνει στο καράβι για Πειραιά. Ευτυχώς, μου έδωσαν τα χρήματα οι άλλοι Σύροι που βρίσκονταν μαζί μου».
Μετά, στην Αθήνα, έμειναν σε ένα υπόγειο μαζί με άλλα 20 άτομα. «Μια μέρα μας πέταξαν όλους μαζί στο δρόμο, κάτω απ' τη βροχή. Μέχρι σήμερα έχουμε αλλάξει πέντε σπίτια. Αυτό που μένω τώρα, το νοικιάζει ένας άλλος Σύριος νεαρός, ο οποίος με είδε με τα παιδιά και μου πρότεινε να με φιλοξενήσει. Από ντροπή και σεβασμό ωστόσο, εκείνος δεν έρχεται καθόλου. Μου μίλησαν και για μια άλλη γυναίκα, που μου είπαν ότι βοηθά. Τελικά είναι κι αυτή μια χήρα πρόσφυγας, που της στέλνει λεφτά ο αδελφός της από τη Νορβηγία».
«Για φαγητό πηγαίνω στις λαϊκές και μαζεύω ό,τι περισσέψει», συνεχίζει η Ζιχάν. «Εγώ, που είχα μια καλή ζωή, πηγαίνω στην εκκλησία και μου δίνουν συσσίτιο! Κάποιοι άλλοι Σύροι μου φέρνουνε κουβέρτες. Εν τω μεταξύ, ο άντρας μου δεν ξέρω πού βρίσκεται. Το τηλέφωνο στους συγγενείς μας κοστίζει και δεν υπάρχουν γραμμές...».
Οι άνθρωποι, όπως λέει, τους φέρονται εχθρικά, τα παιδιά τα απομακρύνουν όταν ακούν πως μιλούν ξένη γλώσσα. «Στη λαϊκή τις προάλλες, μια γυναίκα έπιασε την κόρη μου και άρχισε να τη σπρώχνει. Τι διαφορά έχουμε εμείς για να μας αντιμετωπίζουν έτσι; Αυτοί δεν πέρασαν δυσκολίες, δεν πέρασαν πολέμους; Γιατί μας κάνουν αυτά που μας κάνουν; Εχθές είχα φωνάξει δύο νεαρούς απ' τη Συρία για να φτιάξουν το πλυντήριο του σπιτιού. Τη στιγμή που έμπαιναν στην πολυκατοικία μου, πέρασαν αστυνομικοί και τους συνέλαβαν. Η μεγάλη μου κόρη κατέβηκε να δει τι γίνεται. Παραλίγο να τη συλλάβουν και αυτή. Έκλαιγα όλο το βράδυ. Αν μου πειράξουν τα παιδιά, κι έγκλημα κάνω».
«Έχω σκεφτεί μέχρι και να γυρίσω στον πόλεμο», καταλήγει η Ζιχάν.
«Τον προτιμώ απ' την Ελλάδα. Σκέφτομαι να πουλήσω ό,τι έχω και δεν έχω στη Συρία, μόνο και μόνο για να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά μου, να σπουδάσουν και να πάρουν καλά πτυχία. Ξεφύγαμε απ' τον πόλεμο και το θάνατο, για να ζήσουμε αυτό;»