«Πού πας να φύγεις ρε...» φώναξε ο Παύλος Φύσσας στο δολοφόνο του!
Διαβάστε την κατάθεση
Δημοσίευση 28/9/2013 | 00:00
Τη δική της εκδοχή για το τι συνέβη το μοιραίο βράδυ της Τρίτης στην Αμφιάλη, όταν έπεσε νεκρός ο Παύλος Φύσσας από το μαχαίρι του Γιώργου Ρουπακιά, δίνει με την κατάθεσή της η αστυνομικός της ομάδας ΔΙΑΣ που ήταν παρούσα στη σύλληψη του 45χρονου δράστη.
Περιγράφει λεπτό προς λεπτό πώς στην ίδια αποτυπώθηκαν τα όσα συνέβησαν εκείνο το βράδυ, μέχρι τη στιγμή που είδε τον Ρουπακιά να έχει αγκαλιάσει τον Φύσσα. Όπως αναφέρει στην κατάθεσή της, ο άτυχος Παύλος, μόλις τον χώρισαν από την αγκαλιά θανάτου που του είχε κάνει ο Ρουπακιάς, αμέσως φώναξε στους αστυνομικούς: «Με μαχαίρωσε».
Εντύπωση κάνει και η περιγραφή της για την αντίδραση του Ρουπακιά όταν επενέβησαν οι δύο αστυνομικοί: «Ο άλλος σηκώθηκε να φύγει σαν να μην τρέχει τίποτα».
Κάνει λόγο ακόμα για έναν, όπως λέει, εξωτερικό φρουρό των φυλακών Κορυδαλλού, που θέλησε να τους καθησυχάσει, ότι η ένταση είχε λήξει.
Διαβάστε την κατάθεσή της:
«Λάβαμε σήμα στις 23:59. Όταν φθάσαμε στο σημείο ήταν γύρω στα 50 άτομα, στη συμβολή των οδών Τσαλδάρη και Κεφαλληνίας, με ρόπαλα στα χέρια και κατευθύνονταν προς την καφετέρια "Κοράλι". Φθάσαμε σε περίπου 10 λεπτά. Εκεί συναντηθήκαμε με μία ακόμη ομάδα ΔΙ.ΑΣ. Συνολικά είμαστε 8 αστυνομικοί με τέσσερις μοτοσυκλέτες.
Στην οδό Παύλου Μελά, που είναι παράλληλη με την Τσαλδάρη, είδαμε διασκορπισμένα γύρω στα 30–40 άτομα, κατά κύριο λόγο μαυροφορεμένα, κάποιοι από αυτούς φορούσαν κράνη, ενώ κάποιοι άλλοι κρατούσαν στα χέρια τους αντικείμενα, που απ' όσο μπορούσα να καταλάβω, ήταν ρόπαλα. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω, ότι εκεί που βρισκόμασταν δεν υπήρχε πολύ φως, γι' αυτό δεν μπορούσα να διακρίνω καλά τα άτομα.
Όταν φθάσαμε εκεί, η κατάσταση ήταν πολύ ήρεμη. Κάποια στιγμή μας πλησίασε κάποιος, ο οποίος μας είπε ότι είναι συνάδελφος και ότι τα πράγματα είχαν ηρεμήσει. Όταν τον ρωτήσαμε τι είχε συμβεί, μας είπε ότι κάποιοι είχαν παρεξηγηθεί σε μια καφετέρια, για το ματς Ολυμπιακού – Παρί Σεν Ζερμέν, αλλά τώρα έχουν φύγει και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Να διευκρινίσω σε αυτό το σημείο, ότι το άτομο που δήλωσε ότι ήταν συνάδελφος, δεν ήταν αστυνομικός, αλλά εξωτερικός φρουρός στις φυλακές Κορυδαλλού.
Ενώ τα πράγματα ήταν ήρεμα, βλέπουμε ξαφνικά τα 30–40 άτομα που σας είπα πριν, κάποια από αυτά, 10–15 άτομα, να πηγαίνουν από την Κεφαλληνίας προς την Τσαλδάρη. Τρέξαμε και 'μεις από πίσω τους και τότε είδαμε ότι στην Τσαλδάρη κάποια άτομα συμπλέκονταν μεταξύ τους. Φωνάξαμε να ηρεμήσουν και πράγματι, σταμάτησαν να χτυπιούνται. Μόνο δύο άνδρες συνέχισαν να χτυπιούνται.
Γι' αυτό, εγώ μαζί με έναν συνάδελφό μου από άλλη ομάδα πήγαμε να τους χωρίσουμε. Πιάσαμε τον έναν από τους δύο, τον πιο νεαρό και τον τραβήξαμε για να τον χωρίσουμε. Με το που τον τραβήξαμε, αυτός που είχε πιάσει για να τον χωρίσουμε, φώναξε: "Με μαχαίρωσε, με μαχαίρωσε".
Πράγματι, είδαμε στην μπλούζα του στο σημείο στην περιοχή της κοιλιάς είχε αίματα. Ο άλλος σηκώθηκε να φύγει σαν να μην τρέχει τίποτα. Αυτός που είχε μαχαιρωθεί, όμως, φώναξε: "Αυτός με μαχαίρωσε, που πας να φύγεις ρε μ... [βρισιά]", δείχνοντας αυτόν που μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα τους είχαμε χωρίσει.
Τότε δύο συνάδελφοι [αναφέρει τα ονόματα των συναδέλφων της] πήγαν και ακινητοποίησαν το άτομο που τους έδειξε το θύμα. Τον ακινητοποίησαν σε κοντινή απόσταση, σε 3–4 μέτρα από το σημείο που τους είχαμε δει να χτυπιούνται. Ο δράστης είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του και ετοιμαζόταν να μπει μέσα. Δεν προέβαλε καμία αντίσταση, και μάλιστα όταν τον ρώτησε ο συνάδελφος γιατί τον χτύπησε, αυτός του απάντησε: "Γιατί χτύπησε κάτι δικούς μου"».