Αφησε την καλοπληρωμένη δουλειά της στη Ν. Υόρκη και έγινε παγωτατζού στην Καραϊβική!
Η ιστορία της Noelle, που μάλλον βρήκε το μυστικό της ζωής
Aυτή είναι η ιστορία της Noelle Hancock, που ζούσε στο Μανχάτταν και έβγαζε 95.000 δολάρια τον χρόνο. Έμενε στο East Village, είχε τελειώσει το Yale και εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε περιοδικό – μια ζωή όπως στις ταινίες.
Η Νέα Υόρκη όμως ήταν ένα μέρος όπου δουλεύεις συνεχώς, σε περιβάλλοντα ανταγωνιστικά, με ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για σένα. Δεν έχεις χρόνο να δεις τους φίλους σου, η ζωή είναι πανάκριβη, και με λίγα λόγια, η Νoelle δεν ευχαριστιόταν τα 31 της χρόνια. «Κάποιες φορές έκανα μήνες για να δω τους φίλους μου, είτε επειδή έμεναν μακριά από εμένα, είτε επειδή δεν ταιριάζανε τα ωράριά μας», λέει.
Ήταν ειρωνικό να νιώθει μόνη της σε ένα μέρος με 4 εκατομμύρια κόσμο, αλλά καμιά φορά... γίνεται. «Περνούσα τη ζωή μου μπροστά σε οθόνες, κινητού και υπολογιστών», λέει.
«Κάθε μέρα έλεγα στον εαυτό μου πως θέλω διακοπές, ενώ στην πραγματικότητα ήθελα μια άλλη ζωή». Αποφάσισε λοιπόν, για αρχή, να πάει διακοπές. Έτσι, όταν είδε τυχαία μπροστά της μια φωτογραφία της Καραϊβικής, πήρε το ρίσκο, τα παράτησε όλα και έφυγε για εκεί.
«Στην αρχή ήταν περίεργο, αν και δεν είχα υποχρεώσεις, ούτε καν σχέση με κάποιον για να με κρατά πίσω, αλλά το έκανα. Έγραψα και στο Facebook πως ψάχνω πληροφορίες για την περιοχή και ένας γνωστός μού πρότεινε το St. John. Πήγα να δω από κοντά λοιπόν το St. John και ενθουσιάστηκα. Αφού πρώτα ξενοίκιασα το σπίτι μου, πούλησα τα υπάρχοντά μου και αγόρασα ένα εισιτήριο».
«"Δεν μπορείς να πας σε ένα μέρος που δεν ξέρεις καν πώς είναι και να πεις μάλιστα πως θα ζήσεις εκεί", είπε η μαμά μου, αλλά εγώ το έκανα. Έφτασα στο νησί χωρίς να ξέρω κανέναν», λέει η Noelle.
Σήμερα έχει ένα μικρό μαγαζί και πουλά παγωτά, βγάζοντας 10 δολάρια την ώρα. «Μου αρέσει να κλείνω το μαγαζί και να περνάω τον χρόνο με τους φίλους μου, έχω ελεύθερες ώρες για να κάνω ό,τι θέλω, δεν εργάζομαι σε υπολογιστή και συναντώ διαρκώς νέους ανθρώπους. Μετά από χρόνια, οι γονείς μου μου είπαν πως έκανα την καλύτερη επιλογή».