Με 200 ευρώ θα γλιτώσουν από το κυνήγι της Εφορίας 3,5 εκατ. μικροοφειλέτες
Νέες λύσεις για τις κατασχέσεις και τις διώξεις
Δημοσίευση 31/8/2015 | 00:02
Νέους τρόπους για να γλιτώσουν τις κατασχέσεις και τις διώξεις θα έχουν πλέον στα χέρια τους εκατομμύρια φορολογούμενοι, τους οποίους κυριολεκτικά γονάτισαν τα βάρη του μνημονίου.
Στηριζόμενοι στον νόμο Κατσέλη, κυβέρνηση και τρόικα συμφώνησαν να επεκταθούν οι ρυθμίσεις που ίσχυαν για τους δανειολήπτες και στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που φορτώθηκαν με φόρους για εισοδήματα τα οποία δεν είχαν πια λόγω της κρίσης.
Το τρίτο μνημόνιο προβλέπει πλέον ότι όσοι αποδεδειγμένα έχουν περιέλθει σε οικονομική αδυναμία προσφεύγοντας στα δικαστήρια και πληρώνοντας 200 ευρώ -εφόσον τα βρουν- (το παράβολο δηλαδή) που υποχρεωτικά θα τους ζητήσει κατ' ελάχιστο ο δικηγόρος τους μπορούν να απαλλαγούν από τα χρέη τους - εν μέρει ή συνολικά.
1ος τρόπος:
Αναστολή - διαγραφή χρεών
Η νέου τύπου ρύθμιση που έρχεται να αποκαταστήσει τα 3,5 εκατομμύρια οφειλέτες που γύρισαν την πλάτη στη ρύθμιση Βαλαβάνη με τα 20 ευρώ τον μήνα στηρίζεται κυρίως στην «Ταχεία Διευθέτηση Μικροοφειλών».
Πρόκειται για μια σχεδόν αυτόματη διαδικασία που αφορά τους αναξιοπαθούντες, οικογενειάρχες κυρίως, που βλέπουν να τους κυνηγούν χαράτσια και δάνεια από το χτες, ενώ πλέον έχουν στερηθεί τα πάντα. Το κέρδος γι' αυτούς θα είναι πως με διαδικασίες-εξπρές η Εφορία θα αναγκάζεται να τους αφήσει στο απυρόβλητο για ενάμισι ακόμη χρόνο, χωρίς να μπορεί να τους ενοχλήσει άλλο πια για τα χρέη τους.
Στη ρύθμιση θα μπαίνουν όσοι χρωστάνε μέχρι το πολύ 20.000 ευρώ (μαζί με τους τόκους και τις προσαυξήσεις). Δεν εντάσσονται όμως επιχειρήσεις και όσοι έχουν πιαστεί για φοροδιαφυγή. Η αίτηση θα γίνεται στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο από τον φορολογούμενο πολίτη που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς την Εφορία ή και οποιονδήποτε άλλον χρωστάει ακόμη.
Πρακτικά, βεβαίως, στη ρύθμιση αυτή δεν χωράνε και οι 3,5 εκατομμύρια μικροοφειλέτες. Τουλάχιστον 1 εκατομμύριο κόσμος θα μείνει έξω λόγω των κριτηρίων που τίθενται. Ενδέχεται μάλιστα να εξαιρεθούν πολύ περισσότεροι αν η ρύθμιση μπλέξει στα ψιλά γράμματα και αποκλειστούν ως «μη συνεργάσιμοι οφειλέτες» όσοι δεν ζήτησαν ποτέ να υπαχθούν σε κάποια ρύθμιση χρεών.
Το δικαστήριο πάντως θα κρίνει με βάση τα αντικειμενικά στοιχεία που θα εξετάζει και ο νόμος 4336/2015 προβλέπει. Δηλαδή:
- Ο οφειλέτης να μην έχει πουλήσει κανένα ακίνητο από το 2012 και μετά (κατά την τελευταία τριετία πριν από την κατάθεση της αίτησης) για να μην υπάρχει υποψία δόλιας μεταβίβασης περιουσίας σε ονόματα τρίτων.
- Ολα τα περιουσιακά στοιχεία του μαζί με τις καταθέσεις του να μην ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ.
- Το σύνολο των οφειλών του σε Δημόσιο και ιδιώτες να μην ξεπερνά τις 20.000 ευρώ και να μην προέρχονται από πρόστιμα κ.λπ. (π.χ. από το ΣΔΟΕ), πλην μόνο από κεφάλαιο, τόκους και οσαυξήσεις υπερημερίας.
- Ο οφειλέτης να είναι άνεργος ή να μην έχει καθόλου εισόδημα καθ' όλη τη διάρκεια του τελευταίου έτους.
- Να είναι «συνεργάσιμος» σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας που θεσπίστηκε με απόφαση της Τραπέζης της Ελλάδος, δηλαδή να έχει εμφανίσει κάποια «σημεία ζωής» (έστω και αν δεν πληρώνει) απέναντι στην Εφορία ή τους δανειστές του.
Εφόσον συντρέχουν οι λόγοι αυτοί -και εφόσον οι δανειστές που περιλαμβάνονται στην αίτηση δεν τους αμφισβητούν-, ο ειρηνοδίκης δύναται κατόπιν σχετικού αιτήματος του οφειλέτη να διατάξει την προσωρινή απαλλαγή του από τα χρέη που περιλαμβάνονται στην αίτηση.
Η προσωρινή απαλλαγή του οφειλέτη χορηγείται για διάστημα 18 μηνών. Αμεσα αναστέλλονται τα πάσης φύσεως ατομικά καταδιωκτικά μέτρα εναντίον του.
Εφόσον κατά το 18μηνο ισχύος της προσωρινής απαλλαγής δεν μεταβληθούν οι προϋποθέσεις και η κατάσταση του οφειλέτη, τότε αυτός απαλλάσσεται οριστικά από το υπόλοιπο των χρεών του, όπως προέβλεπε ο νόμος Κατσέλη.
Αν όμως βελτιωθεί η κατάστασή του κατά τη διάρκεια του ανωτέρω διαστήματος, υποχρεούται να ενημερώνει -και σε κάθε περίπτωση το αργότερο ανά τρίμηνο- για οποιαδήποτε μεταβολή της προσωπικής περιουσιακής του κατάστασης και των πάσης φύσεων εισοδημάτων του ίδιου και της οικογένειάς του.
Αν το παραλείψει σκόπιμα, ο οφειλέτης κηρύσσεται έκπτωτος από το καθεστώς προσωρινής απαλλαγής και αίρεται η αναστολή των ατομικών διωκτικών μέτρων εναντίον του.
2ος τρόπος:
Από 40 ευρώ για όλους
Με άλλη διάταξη προβλέπεται ότι φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας (δηλαδή μισθωτοί, συνταξιούχοι κ.λπ. αλλά όχι επιχειρηματίες) και τα οποία έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους.
Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται όλες οι οφειλές γιατί, αν ξεχάσει έστω και μία ο οφειλέτης, δεν θα προστατεύεται από τον νόμο. Εκτός από χρέη σε τράπεζες και ιδιώτες, συνυπολογίζονται βεβαιωμένα χρέη στην Εφορία και στους δήμους (ακόμα και για εισφορές σε χρήμα). Δεν επιτρέπεται όμως να έχει χρέη μόνο στο Δημόσιο, αλλά και προς ιδιώτες. Δεν εντάσσονται όμως χρέη που δημιουργήθηκαν πρόσφατα (λιγότερο από έναν χρόνο) ή δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέστηκε από τον οφειλέτη ή συνίστανται σε διοικητικά πρόστιμα ή χρηματικές ποινές. Επίσης, δεν εντάσσονται χρέη λόγω διατροφής συζύγου ή ανήλικου τέκνου.
Για την έναρξη της διαδικασίας, ο οφειλέτης πρέπει οπωσδήποτε να καταθέσει αίτηση στο δικαστήριο, δίνοντας στοιχεία για την περιουσιακή του κατάσταση, τα εισοδήματα του ιδίου και των οικείων του, τυχόν μεταβιβάσεις ακινήτων κατά την τελευταία τριετία πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης και άλλα δικαιολογητικά.
Η δικάσιμος για τη συζήτηση της αίτησης του οφειλέτη προσδιορίζεται υποχρεωτικώς εντός έξι μηνών από την κατάθεσή της. Από την ημέρα εκείνη ο οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει συμμέτρως προς τους πιστωτές του στις μηνιαίες καταβολές. Το ποσό που θα τους δίνει δεν μπορεί να είναι όμως μικρότερο από 40 ευρώ τον μήνα, κάτι που σημαίνει ότι για να μπουν στη διαδικασία όσοι δεν μπορούσαν να πληρώνουν ούτε τα 20 ευρώ στην Εφορία πρέπει να δουν σημαντική μείωση στις δόσεις που πλήρωναν στην τράπεζα ή σε ιδιώτες πιστωτές.
Αν δεν επέλθει εξωδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών, ο ειρηνοδίκης αποφασίζει με προσωρινή διαταγή για:
- Την αναστολή των καταδιωκτικών μέτρων κατά του οφειλέτη.
- Τη διατήρηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης της περιουσίας του.
- Το ύψος των μηνιαίων δόσεων που ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλλει προς τους πιστωτές που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση.
Η χρονική ισχύς της προσωρινής διαταγής δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τους έξι μήνες.
Για τον καθορισμό του ποσού που θα πληρώνει λαμβάνονται υπόψη και:
- Οι τελευταίες ενήμερες πληρωμές που έκανε ο οφειλέτης πριν βγει ληξιπρόθεσμος και σταματήσει να πληρώνει.
- Η δυνατότητα που έχει να καλύψει ο ίδιος τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της οικογένειάς του. Αυτές προσδιορίζονται με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, αλλά μέχρι να εκδοθεί τέτοια απόφαση θα προσδιορίζονται στην Ερευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) που διενεργεί κάθε χρόνο η ΕΛΣΤΑΤ.
Αυτό σημαίνει (με τα σημερινά δεδομένα) ότι πρέπει να του απομένουν για να μπορεί να δαπανήσει τουλάχιστον 5.250 ευρώ τον χρόνο ή 437 ευρώ τον μήνα αν είναι άγαμος, περίπου 7.900 ευρώ τον χρόνο ή 660 ευρώ μηνιαίως αν είναι έγγαμος, 11.100 ευρώ τον χρόνο ή 925 ευρώ μηνιαίως για τετραμελή οικογένεια με δύο παιδιά κάτω των 14 ετών κ.λπ.
Αν βγάζει περισσότερα, θα πρέπει να τα δίνει ισόποσα σε όλους τους πιστωτές του και στην Εφορία και με αυτά να ικανοποιούνται μέχρι το δικαστήριο να αποφασίσει τελεσίδικα για την τύχη της οφειλής του - ή και τη διαγραφή της σε περιπτώσεις που δεν διαθέτει ακίνητα και είναι μακροχρόνια άνεργος, ασθενής κ.λπ.
Ωστόσο, στα ψιλά γράμματα υπάρχει και ο όρος ότι το κούρεμα των δόσεων δεν μπορεί να ξεπερνά το 90% των μηνιαίων δόσεων που ο αιτών όφειλε να καταβάλλει σε όλους τους δανειστές μέχρι την κατάθεση της αίτησης.
Δηλαδή, αν έπρεπε να πληρώνει π.χ. 200 ευρώ στην Εφορία και 800 ευρώ στην τράπεζα κάθε μήνα, η ελάχιστη δόση δεν μπορεί να είναι 80 ευρώ (40+40 ευρώ) αλλά τουλάχιστον 100 (1.000 ευρώ τον μήνα x 10%).
Επιπλέον, οι απαιτήσεις των ιδιωτών πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα (π.χ. υποθήκη στην τράπεζα) συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως, αλλά με επιτόκιο ενήμερης οφειλής και όχι επιτόκια υπερημερίας.