«Oχι» Ντράγκι για waiver
Ζητά πλήρη υλοποίηση των προαπαιτούμενων

Δημοσίευση 2/6/2016 | 16:37
Την πλήρη υλοποίηση των προαπαιτούμενων για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης ζήτησε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ προκειμένου να ενεργοποιήσει την επαναφορά του waiver. Σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, που επικαλείται Eλληνα αξιωματούχο, η σχετική απόφαση μπορεί να ληφθεί αργότερα μέσα στο μήνα. Τραπεζικές πηγές θεωρούν πιθανή ημερομηνία την 22α Ιουνίου.
Η ΕΚΤ είχε προαναγγείλει την επαναφορά του waiver, δηλαδή της εξαίρεσης με την οποία θα γίνονται δεκτά και πάλι τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυήσεις για την παροχή ρευστότητας, εδώ και αρκετές ημέρες, αμέσως μόλις ολοκληρώνονταν η αξιολόγηση.
Η μετάθεση της επαναφοράς του waiver έχει ελάχιστη οικονομική επίδραση -το ετήσιο όφελος για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος είναι 150 εκατ. ευρώ- ωστόσο η ψυχολογική επίπτωση είναι αξιοσημείωτη καθώς μεταδίδει ένα αρνητικό μήνυμα για την αποφασιστικότητα της χώρας να προχωρήσει στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων και να επιταχύνει τη μεγάλη φυγή προς τα εμπρός. Σημειώνεται ότι με το waiver ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ύψους 10 δισ. ευρώ που έχουν οι τράπεζες στο χαρτοφυλάκιά τους, θα γίνονται δεκτά ως εγγυήσεις για τη χορήγηση ρευστότητας με επιτόκιο 0,05%. Σήμερα τα ομόλογά αυτά δεν γίνονται δεκτά από το ευρωσύστημα, παρά μόνο μέσω του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας (ELA) που χορηγείται με επιτόκιο 1,55%. Έτσι με την επαναφορά του waiver χρηματοδότηση μέσω ELA ύψους 10 δισ. ευρώ θα αντικατασταθεί με την κανονική, και φθηνότερη, χρηματοδότηση της ΕΚΤ.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές η ολιγοήμερη μετάθεση της απόφασης δεν αλλάζει ουσιαστικά τα δεδομένα.
Παράλληλα, όπως ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατά τη σημερινή συνεδρίασή του ενέκρινε την μείωση του ορίου παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες στα 68,1 δισ. ευρώ έως έναντι 69,1 δισ. ευρώ που ήταν μέχρι τώρα το όριο. Η μείωση του ανώτατου ορίου κατά 1,0 δισ. ευρώ, τονίζεται στην ανακοίνωση της ΤτΕ, αντανακλά τη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, στο πλαίσιο της υποχώρησης της αβεβαιότητας και της σταθεροποίησης των ροών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.