Ο ελαιοχρωματιστής που έγινε πόpνη και ένας από τους πιο άρρωστους δολοφόνους
Έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος με τα γκρι
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΡΔΑΡΗΣ
Ο Άλμπερτ Φις (1870 - 1936) θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας από πιο αρρωστημένους κατ' εξακολούθηση δολοφόνους. Και αυτό όχι τυχαία αφού τα θύματα του ήταν μικρά παιδιά που αφού τα σκότωνε στη συνέχεια τα έτρωγε.
Έγινε γνωστός ως ο άνθρωπος με τα γκρι και ο μανιακός του φεγγαριού και τα εγκλήματα του σοκαραν όχι μόνο όλη τη Αμερική αλλά και όλο τον κόσμο.
Ο Άλμπερτ Φις εγκατέλειψε το σχολείο, σε ηλικία 5 χρονών και άρχισε να δουλεύει ως ελαιοχρωματιστής μέχρι και το 1980 που αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη. Εκεί μην μπορώντας να βρει εύκολα κάποιο επάγγελμα αποφασίζει να επιβιώσει κάνοντας την αρσενική πόpνη.
Το 1898 η μητέρα του με προξενιό τον παντρεύει με την Άννα Μαρί Χόφμαν με την οποία απέκτησε έξι παιδιά αλλά τον εγκατέλειψε μετά από μερικά χρόνια για έναν άλλον άνδρα, παίρνοντας μαζί της όλα τα χρήματα και τα έπιπλα του σπιτιού και αφήνοντάς του μόνο τα παιδιά τους.
Εκείνη ήταν και η περίοδος που ο Φις άρχισε να εξωτερικεύει την παρανοϊκή συμπεριφορά του. Το 1919 κάνει τον πρώτο του φόνο μαχαιρώνοντας μέχρι θανάτου ένα ανάπηρο αγόρι στην Ουάσινγκτον ενώ το 1924 προσπαθεί να απαγάγει την οχτάχρονη Μπέατρις Κίιλ η οποία σώθηκε την τελευταία στιγμή από τους γονείς της. Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και με 2 αγόρια που συνάντησε να παίζουν έξω στο δρόμο. Με την πρόφαση να τους δώσει φαγητό, τα οδήγησε στο διαμέρισμά του, αλλά αυτά ανακάλυψαν τυχαία κάτω από το στρώμα του ένα χασαπομάχαιρο και έφυγαν τρέχοντας.
Ωστόσο η υπόθεση για την οποία θα τον πιάσουν ήταν αυτή της ανατριχιαστικής απαγωγής και δολοφονίας της 10 χρονης, Γκρέις Μπαντ
Στις 25 Μαΐου του 1928 με πρόφαση μια αγγελία ο Φις γνωρίζει την οικογένεια Μπαντ. Ύστερα από δυο επισκέψεις στο σπίτι της οικογένειας προσφέρθηκε να συνοδέψει στο πάρτι γενεθλίων της ανιψιάς του, την 10χρονη κόρη της οικογένεια Γκρέις Μπαντ. Η οικογένεια Μπαντ αφού έμαθε την διεύθυνση που θα γινόταν το πάρτυ, ξεγελασμένοι από την εμφάνιση αλλά και την προοπτική εργασίας που τους έδινε ο Φις δέχτηκαν. Ο Φις δεν επέστρεψε ποτέ το κορίτσι στο σπίτι της και παρότι 20 αστυνομικοί ανέλαβαν να ερευνήσουν την υπόθεση δεν βρέθηκε τίποτα.
Τα χρονια πέρασαν και η υπόθεση μπήκε στο συρτάρι μέχρι τη στιγμή που ένα γράμμα έφτασε στην οικογένεια Μπαντ. Ένα γράμμα που περιέγραφε την φριχτή δολοφονία της μικρής του κόρης και τον κανιβαλισμό της από τον Φις.
«Στις 3 Ιουνίου του 1928 σας επισκέφτηκα (στο σπίτι σας) στο 406 της W 15. Σας έφερα και φρέσκο τυρί κρέμα -με φράουλες. Γευματίσαμε όλοι μαζί. Η Γκρέις έκατσε στα γόνατά μου και με φίλησε. Τότε σκέφτηκα να την φάω και προφασίστηκα ότι θα την πήγαινα σε ένα παιδικό πάρτυ. Εσείς,είπατε «Εντάξει». Την πήγα σε ένα άδειο σπίτι στο Γουίτσεστερ που είχα επισημάνει. Όταν φτάσαμε, της είπα να περιμένει έξω. Ενώ εκείνη μάζευε αγριολούλουδα, ανέβηκα επάνω και γδύθηκα εντελώς για να μην γεμίσω αίματα. Όταν τα ετοίμασα όλα, βγήκα στο παράθυρο και της φώναξα να ανέβει. Εγώ εν τω μεταξύ κρύφτηκα μες στην ντουλάπα. Όταν βγήκα και με είδε γuμνό έβαλε τα κλάματα και άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες. Την άρπαξα και μου είπε ότι θα τα μαρτυρούσε όλα στη μαμά της. Πρώτα την έγδυσα εντελώς. Την έπνιξα και ύστερα την έκοψα μικρά κομμάτια για να μπορέσω να μεταφέρω το κρέας στο δωμάτιο μου, να το μαγειρέψω και να το φάω. Πόσο νόστιμος και τρυφερός ήταν ο πισινός της, ψητός στον φούρνο. Μου πήρε 9 μέρες για να φάω όλο το σώμα της...»
Αυτό το γράμμα, οδήγησε στην σύλληψή του mε βάση ένα έμβλημα που ήταν πάνω στον φάκελο την ίδια μέρα, η Αστυνομία τον οδήγησε στο σπίτι που διέπραξε το έγκλημα όπου και βρέθηκαν τα κόκκαλα της μικρής Γκρέις. Με την δημοσίευση των φωτογραφιών του βρέθηκαν μάρτυρες και στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν και για άλλες υποθέσεις. Ο Φις δεν αρνήθηκε καμία κατηγορία.
Εκτελέστηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1936 στις φυλακές Sing Sing της Νέας Υόρκης, και έγινε ο γηραιότερος σε ηλικία άνθρωπος (66 χρονών) που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα.