Ο δολοφόνος «βρικόλακας» που σκόρπισε τον τρόμο στις ΗΠΑ
Τους σκότωνε, έπινε το αίμα τους και έτρωγε τα όργανά τους για «να κρατηθεί ζωντανός»
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Ακόμα και οι πιο έμπειροι αστυνομικοί του FBI, σοκαρίστηκαν από τη δράση του μανιακού δολοφόνου του Σακραμέντο, γνωστού ως «βρικόλακας του Σακραμέντο». Με την μυρωδιά του αίματος έντονη πάνω του, με ύφος βγαλμένο από ταινία θρίλερ, ο Ρίτσαρντ Τσέις συνελήφθη το 1979.
Τα ευρήματα που ήρθαν στο φως προκάλεσαν σοκ στη κοινή γνώμη, με πλήθος κόσμου να ζητούν την παραδειγματική τιμωρία του έξω από τα δικαστήρια. Προσπάθησαν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό και να τον λιντσάρουν.
Με δύσκολη παιδική ηλικία, με πατέρα που τον κακοποιούσε στράφηκε στη βία από την ηλικία των δέκα ετών. 'Εγινε πυρομανής, ενώ κακοποιούσε και σκότωνε με σαδιστικό τρόπο τα κατοικίδια των γειτόνων του. Έφυγε από το πατρικό, και τότε η δράση του έχασε κάθε μέτρο. Στο σπίτι του σκότωνε ζώα και έπινε το αίμα τους. Μάλιστα εθίστηκε τόσο πολύ που σταμάτησε να πίνει νερό. Μπήκε στο νοσοκομείο μετά από ενδοφλέβια ένεση με αίμα κουνελιού, ενώ οι εξετάσεις στο νοσοκομείο έδειξαν ότι έτρωγε όργανα από ζώα, όπως εγκεφάλους και καρδιές.
Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια όταν έπιασε μπροστά σε κόσμο δύο πουλιά στο παράθυρο του νοσοκομείου, και τα κατάπιε. Μετά από θεραπεία με ψυχοφάρμακα ο Τσέις θεωρήθηκε ότι δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο για την κοινωνία και τον άφησαν να φύγει, με την εγγύηση των γονέων του. Όμως, η μητέρα του, θεωρώντας ότι δεν χρειαζόταν πια τα φάρμακα, σταμάτησε να του δίνει. Οι γονείς του τον βοήθησαν να νοικιάσει ένα διαμέρισμα όπου ο Τσέις συνέχισε την ίδια τακτική.
Αιχμαλώτιζε, σκότωνε και έπινε το αίμα κουνελιών, σκύλων και γατιών. Μάλιστα σκότωσε και έφαγε τα κατοικίδια του γείτονά του και στη συνέχεια τον πήρε τηλέφωνο να του εξηγήσει τι είχε κάνει. Ταυτόχρονα άρχισε να ασχολείται με όπλα. Δεν φρόντιζε τον εαυτό του, παραμελούσε την προσωπική του υγιεινή, σταμάτησε να τρώει κανονικά κι έχασε πολλά κιλά.
Το 1977 σκότωσε για πρώτη φορά άνθρωπο, πυροβόλησε έναν περαστικό, και έκρυψε το πτώμα του στο σπίτι του. Την ίδια ημέρα μέσα σε παραισθήσεις σκοτώνει μια έγκυο και της ανοίγει την κοιλιά για να πάρει το έμβρυο. Με το αίμα των θυμάτων γέμισε την μπανιέρα και έκανε αφρόλουτρο αίματος.
Αφού μαγείρεψε τα όργανα των πτωμάτων, πήγε στο διπλανό σπίτι, όπου μια 38χρονη φυλούσε 2 μικρά παιδιά. Πυροβόλησε τον 6χρονο ανιψιό της, έσυρε την 38χρονη στη κρεβατοκάμαρα, όπου τη βίασε ενώ ταυτόχρονα την μαχαίρωνε. 146 μαχαιριές, ο τελικός απολογισμός. Η φρικιαστική του δράση δεν σταμάτησε εκεί, πυροβόλησε το μόλις 22 μηνών παιδάκι που βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Μέσα σε αίματα πήρε το αμάξι της οικογένειας και έφυγε αφήνοντας πίσω εικόνες αποκάλυψης.
Το FBI που κλήθηκε να ερευνήσει τις δολοφονίες, προσπάθησαν να συνδέσουν το περιστατικό με μια κλήση από το ακριβώς διπλανό σπίτι, για προσπάθεια παραβίασης της οικίας του από τον Ρίτσαρντ Τσέις. Αμέσως ξεκίνησε ανθρωποκυνηγητό και τον βρήκαν στο σπίτι του, οπού έπινε αίμα από ένα κουβά.
Συνελήφθη, κρατήθηκε αλυσοδεμένος μέχρι και τη δίκη του. Καταδικάστηκε σε θάνατο σε θάλαμο αερίων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή οι συγκρατούμενοί του, που είχαν μάθει για τα του ειδεχθή εγκλήματα, τον φοβόντουσαν και του πρότειναν να αυτοκτονήσει. Ο Τσέις δεν σταμάτησε ποτέ να ισχυρίζεται ότι σκότωνε για να κρατήσει τον εαυτό του ζωντανό. Τον Δεκέμβριο του 1980 ο Ρίτσαρντ Τσέις βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Η αυτοψία έδειξε ότι είχε καταναλώσει υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών, τα οποία είχε εξασφαλίσει με συνταγή γιατρών τις τελευταίες εβδομάδες.