Σαν σήμερα: Πέθανε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος
Ένας από τους πιο σημαντικούς και πολυγραφότατους ποιητές τις «γενιάς του ‘30»
Γράφει ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΑΣ
Ένας από τους πιο σημαντικούς και πολυγραφότατους ποιητές τις «γενιάς του ‘30», που τα έργα του είναι μεγάλο κομμάτι της ιστορίας την ελληνικής λογοτεχνίας. Η γραφή του μοναδική και το ύφος του άκρως εpωτικό, σαν να μιλούσε με άνθρωπο την ώρα που έγραφε τους πολυδιαβασμένους στίχους του.
Γεννήθηκε το 1909 στην Μονεμβασιά. Ήταν ο μικρότερος από τα τέσσερα παιδιά ενός ευκατάστατου μεγαλοκτηματία, του Ελευθέριου Ρίτσου. Ημερομηνία γέννησής του ήταν η 1η Μαΐου.
Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και δυο χρόνια αργότερα γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Εκείνη την χρονιά, έχασε ένα από τα αδέρφια του αλλά και την μητέρα του από φυματίωση. Η θλίψη τον πλημμύρισε και δεν άργησε να βρει διέξοδο και έκφραση στην ποίηση, αφού τρία χρόνια αργότερα, δημοσιεύει τα πρώτα ποιήματά του.
Το 1925 φθάνει στην Αθήνα. Ο πατέρας του έχει καταστραφεί οικονομικά, έτσι ο Ρίτσος αναγκάζεται να εργαστεί για να βγάλει τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και αργότερα ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 προσβάλλεται κι αυτός από φυματίωση και επιστρέφει στην Μονεμβασιά. Λίγο αργότερα γράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργαζόταν ταυτόχρονα ως βοηθός βιβλιοθηκάριου στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.
Το 1927 η αιμόπτυση επανήλθε. Νοσηλεύεται στην κλινική Παπαδημητρίου όπου παραμένει για ένα μήνα, μέχρι να που θα μεταφερθεί στο σανατόριο «Σωτηρία». Εκεί θα γνωρίσει την Μαρία Πολυδούρη αλλά και πολλούς άλλους διανοούμενους και μαρξιστές της εποχής. Θα περάσει ένα χρόνο στα Χανιά και το 1931 επιστρέφει στην Αθήνα. Η υγεία του βελτιώνεται συνεχώς, μαζί με τα οικονομικά του. Το 1933 συνεργάζεται με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι», ενώ συμμετέχει και διάφορους θιάσους ως ηθοποιός.
Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Το 1936 θα δει στον Ριζοσπάστη μια φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί πάνω από το πτώμα του γιού της, που συμμετείχε στην απεργία των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Η δικτατορία του Μεταξά είχε καταπνίξει την διαδήλωση. Ο Ρίτσος από αυτή την φωτογραφία εμπνεύστηκε για να γράψει το έργο του «Επιτάφιος».
Ο πατέρας του έχασε τα λογικά του λόγω οικονομικών και η αδελφή του επέστρεψε από την Αμερική για να τον φροντίσει. Όμως εισήλθε κι αυτή στο ψυχιατρείο καθώς η υγεία της κλονίστηκε. Λίγο αργότερα θα δει να βγάζουν τον πατέρα της νεκρό από το απέναντι δωμάτιο στο Δαφνί. Ο Ρίτσος συντετριμμένος εμπνέεται από την κατάσταση της αδερφής του για να γράψει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου».
Αργότερα προσλαμβάνεται ως ηθοποιός και χορευτής από το Εθνικό θέατρο αλλά οι κινήσεις και η ορθοστασία επιβαρύνουν την υγεία του. Στην κατοχή ήταν σχεδόν κατάκοιτος αλλά συμμετείχε στο μορφωτικό σκέλος του ΕΑΜ. Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου, εξορίστηκε στην Λήμνο, στην Μακρόνησο και στο Άγιο Ευστράτιο. Το 1952 επιστρέφει στην Αθήνα και ασχολείται με την πολιτική, με το κόμμα της ΕΔΑ. Δυο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου και το 1956, θα ταξιδέψει στην Σοβιετική Ένωσης μέλος της αντιπροσωπείας διανοούμενων και δημοσιογράφων. Την ίδια χρονιά τιμάται με το κρατικό βραβείο για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, οι φίλοι του τον προέτρεψαν να κρυφτεί. Όμως εκείνος δεν έφυγε από το σπίτι του. Συνελήφθη και κλείστηκε στον ιππόδρομο του Φαλήρου. Εξορίστηκε στην Λέρο και στην Γυάρο και αργότερα τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στην Σάμο. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Με την πτώση της δικτατορίας, έγινε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ενώ το 1975 προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ. Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν. Δέκα χρόνια αργότερα, θα τιμηθεί με το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.
Πέθανε στις 11 Νοεμβρίου του 1990, σε ηλικία 81 ετών. Άφησε πίσω του περίπου 50 ανέκδοτες συλλογές. Συνολικά το έργο του αποτελείται από 100 ποιητικές συλλογές, εννέα πεζογραφήματα και τέσσερα θεατρικά έργα. Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του 20ου αιώνα. Οι ηχογραφημένες αναγνώσεις των ποιημάτων του από τον ίδιο, μνημονεύονται μαζί με την ποίησή του μέχρι σήμερα.