Τα τσιπ εγκεφάλου: Το νέο «γήπεδο μάχης» στη Silicon Valley
Η συζήτηση για τα τσιπ που συνδέουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο με υπολογιστές έχει πάρει φωτιά, και δεν είναι τυχαίο

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Στη Silicon Valley, δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα της τεχνολογίας, ο Elon Musk και ο Sam Altman, φαίνεται πως ετοιμάζονται να αναμετρηθούν σε αυτόν τον τομέα.
Ο πρώτος έχει ήδη προχωρήσει με τη Neuralink, ενώ ο δεύτερος, σύμφωνα με τους Financial Times, σκέφτεται να στηρίξει τη νεοφυή εταιρεία Merge Labs, η οποία θέλει να κάνει το ίδιο: να δημιουργήσει τεχνολογία που μεταφράζει τα σήματα του εγκεφάλου σε εντολές για υπολογιστές.
Αλλά τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Οι λεγόμενες διεπαφές εγκεφάλου–υπολογιστή (Brain Computer Interfaces ή BCIs) είναι συστήματα που διαβάζουν τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και τη χρησιμοποιούν για να ελέγξουν μηχανές. Από τα πιο απλά —όπως ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα— μέχρι τις πιο εξελιγμένες μεθόδους, η ιδέα είναι η ίδια: οι νευρώνες στέλνουν σήματα, αυτά καταγράφονται και, με τον κατάλληλο εξοπλισμό, μπορούν να δώσουν «εντολές» σε μια συσκευή.
Αν και μοιάζει με τεχνολογία του μέλλοντος, οι ρίζες της φτάνουν έναν αιώνα πίσω. Το 1924 έγινε η πρώτη καταγραφή εγκεφαλικών κυμάτων με EEG, ενώ τη δεκαετία του ’70 ο επιστήμονας Jacques Vidal διατύπωσε για πρώτη φορά τον όρο «διεπαφή εγκεφάλου-υπολογιστή». Από τότε οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Στα τέλη του ’90 δοκιμάστηκε η πρώτη εμφύτευση σε άνθρωπο, ενώ το 2004 η συσκευή Utah array επέτρεψε σε έναν παράλυτο ασθενή να κινήσει τον κέρσορα ενός υπολογιστή μόνο με τη σκέψη.
Σήμερα, οι διεπαφές χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: Επεμβατικές, που απαιτούν εμφύτευση ηλεκτροδίων στον εγκέφαλο και ημι-επεμβατικές, όπου τα ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο κρανίο αλλά όχι μέσα στον εγκέφαλο.
pexels
Υπάρχουν και οι μη επεμβατικές, που βασίζονται σε εξωτερικούς αισθητήρες.
Η Neuralink του Musk είναι αυτή που πρωταγωνιστεί. Το τσιπ «N1», με μέγεθος ενός κέρματος, τοποθετείται από ειδικό ρομπότ στον εγκέφαλο και μπορεί να διαβάσει τη δραστηριότητα συγκεκριμένων περιοχών, όπως εκείνων που ελέγχουν την κίνηση του χεριού. Ο πρώτος άνθρωπος που το δοκίμασε ήταν ο Noland Arbaugh το 2024, και μέχρι σήμερα άλλοι οκτώ άνθρωποι έχουν λάβει το εμφύτευμα.
Οι δυνατότητες είναι τεράστιες: για άτομα με παράλυση ή νευρολογικά νοσήματα, ένα τέτοιο τσιπ θα μπορούσε να χαρίσει ξανά την ανεξαρτησία τους. Όμως η τεχνολογία δεν έρχεται χωρίς ρίσκο. Οι ειδικοί προειδοποιούν για επιπλοκές από τις χειρουργικές επεμβάσεις, μολύνσεις, την πιθανότητα το σώμα να απορρίψει τη συσκευή, αλλά και για πιο «αόρατους» κινδύνους, όπως την προστασία των δεδομένων του εγκεφάλου.
Η ιδέα ότι οι σκέψεις μας θα μπορούσαν να «διαρρεύσουν» ή να επηρεαστούν από τρίτους προκαλεί ανησυχία. Τι θα σήμαινε, για παράδειγμα, αν μια εταιρεία είχε πρόσβαση όχι μόνο στις αναζητήσεις μας στο ίντερνετ, αλλά και στις ίδιες μας τις σκέψεις;
Οι υποστηρικτές βλέπουν τα BCIs ως την επόμενη μεγάλη επανάσταση της ανθρωπότητας. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι μπορεί να ανοίγουν ένα κουτί της Πανδώρας. Όπως το έθεσε χαρακτηριστικά ένας αναλυτής στο Technology Magazine: «Οι διεπαφές εγκεφάλου είναι είτε το πιο σπουδαίο βήμα για το ανθρώπινο είδος, είτε ο πιο γρήγορος τρόπος να βλάψεις τη συνείδησή σου».
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μάχη των μεγάλων της Silicon Valley μόλις ξεκινά. Και η συζήτηση για το πού τραβάμε τη γραμμή ανάμεσα στην πρόοδο και στον κίνδυνο, θα μας απασχολήσει για πολλά χρόνια ακόμα.