Η εφορία θα παίρνει το 1/3 των αδήλωτων περιουσιακών στοιχείων
Ποιες είναι οι οδηγίες στους ελεγκτές
Δημοσίευση 10/11/2015 | 10:31
Σε περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2014 και για τα οποία ο φορολογούμενος δεν μπορεί να δικαιολογήσει –βάσει των εισοδημάτων που εμφανίζονται στις φορολογικές του δηλώσεις- την προέλευση των χρημάτων, θα επιβάλλεται φόρος σαν να επρόκειτο για εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα ο οποίος θα υπολογίζεται με συντελεστή 33%.
Στο μικροσκόπιο της εφορίας θα μπαίνουν λοιπόν όλες οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των φορολογούμενων που υπόκεινται σε έλεγχο Πόθεν Έσχες. Παράλληλα θα πρέπει να υποβάλλονται από τους ελεγχόμενους όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά στην περίπτωση που επικαλούνται τόκους καταθέσεων προηγούμενων ετών, ή πώληση εισηγμένων μετοχών.
Αυτό αναφέρει εγκύκλιος που υπογράφει ο αναπληρωτής Γ.Γ Δημοσίων Εσόδων Ι. Μπάρκας και η οποία δημοσιεύτηκε το μεσημέρι της Δευτέρας στη «Διαύγεια».
Η εγκύκλιος, αναφέρεται σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία και όχι μόνο στις καταθέσεις. Αναφέρεται δηλαδή σε «προσαύξηση της περιουσίας η οποία μπορεί να αναφέρεται σε κινητή ή ακίνητη περιουσία οποιασδήποτε μορφής, όπως οικόπεδα, σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη, αεροσκάφη, τραπεζικές καταθέσεις και πάσης φύσεως χρεόγραφα, (μετοχές, τοκομερίδια, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ.), η οποία δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματα που δηλώνει ο φορολογούμενος».
Ειδικά για τις καταθέσεις, δίδονται λεπτομερείς οδηγίες στους ελεγκτές προκειμένου να διαπιστώνουν αν υπάρχει αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας ή όχι.
Ειδικότερα αναφέρεται:
«Η προσαύξηση της περιουσίας που προκύπτει από τον έλεγχο τραπεζικών λογαριασμών πρέπει να τεκμηριώνεται επαρκώς, καθόσον αναλήψεις / καταθέσεις μπορεί να αφορούν συναλλαγές-κινήσεις που δεν συνιστούν κατΆ ανάγκη φορολογητέο εισόδημα.
Περαιτέρω μεταφορές χρηματικών ποσών μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών εξετάζονται και διερευνάται ο λόγος που πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές μεταφοράς των ποσών αυτών αφού προσκομίσει ο φορολογούμενος τα σχετικά έγγραφα. Δηλαδή το θέμα που πρέπει να εξετάζεται δεν είναι ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ ανάληψης και κατάθεσης στον ίδιο ή άλλο τραπεζικό λογαριασμό αλλά αν τα αναληφθέντα ποσά υπερκαλύπτουν δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών, έτσι ώστε να μην δικαιολογούνται μεταγενέστερες καταθέσεις ίσου ή άλλου ποσού στον ίδιο ή άλλο λογαριασμό.
ΣΆ αυτήν την περίπτωση μπορεί να αποδειχθεί και να τεκμηριωθεί από τον έλεγχο ότι, οι συγκεκριμένες αναλήψεις που έγιναν από τον φορολογούμενο από έναν ή περισσότερους λογαριασμούς δαπανήθηκαν για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων ή λοιπών δαπανών οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί εφικτή η επανακατάθεση των ποσών αυτών σε ίδιους ή άλλους λογαριασμούς.
Επιπλέον ο έλεγχος κρίνει και τεκμηριώνει εάν πρόκειται ή όχι για «πρωτογενείς καταθέσεις», δηλαδή για ποσά που προέρχονται από άγνωστη ή μη διαρκή ή μη σταθερή πηγή ή αιτία και δεν προέρχονται από αναλήψεις από άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς. Σημειώνεται ότι δεν αντίκειται στη φορολογική νομοθεσία η ανάληψη χρηματικών ποσών και η αποδεδειγμένη επανακατάθεση μέρους ή του συνόλου αυτών και ούτε προβλέπεται χρονικός περιορισμός για την διαδικασία κίνησης χρηματικών κεφαλαίων».
Στην εγκύκλιο, υπάρχουν επίσης λεπτομερείς οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνεται η «ανάλωση κεφαλαίου προηγούμενων ετών» ενώ υπάρχουν και 10 οδηγίες για τον έλεγχο της προσαύξησης περιουσίας.