Καμπότζη: Η χώρα που απαγορευόταν το γέλιο, τα γυαλιά μυωπίας, και οι γονείς
Η παράνοια ενός ηγέτη στοίχισε τη ζωή σε 2.000.000 πολίτες
Τον Απρίλιο του 1975, οι κομμουνιστές αντάρτες, οι Ερυθροί Χμερ καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα της Καμπότζης, και βάζουν τέλος στο πενταετή εμφύλιο πόλεμο της χώρας.
Τους αρχικούς πανηγυρισμούς για το τέλος του αιματηρού πολέμου, διαδέχονται η ανησυχία και φόβος για το άγνωστο. Ο ηγέτης των ανταρτών, Πολ Ποτ, όπως ο ίδιος έλεγε ήθελε να φέρει την κοινωνική επανάσταση στη χώρα, και να την οδηγήσει στον εθνικό θριάμβο. Κανείς όταν άκουγε τα λόγια του δεν υποψιαζόταν τι θα ακολουθούσε.
Με μια σειρά από μέτρα αλλάζει δραματικά τη καθημερινότητα του πληθυσμού, άδειασε υποχρεωτικά τις πόλεις, κατάργησε τη βιομηχανία, υποχρέωσε όλο το πληθυσμό να εργάζεται στην αγροτική παραγωγή.
Φυσικά έκλεισε τα σχολεία, και σκότωνε όποιον συλλάμβανε να κατέχει βιβλία. Υπό το φόβο ανατροπής του καθεστώτος είχε μοιράσει το πληθυσμό σε εργάτες και στρατιώτες, για κάθε εργάτη αντιστοιχούσε ένας φύλακας. Σταμάτησε τη ροή της ιστορίας, και εγκαινίασε την καινούργια εποχή για τη χώρα του, βαφτίζοντας το 1975 Έτος Μηδέν. Κατάργησε το χρήμα, όποιος φορούσε κοσμήματα εκτελούνταν δημόσια, απαγόρευσε τα γυαλιά μυωπίας, ως ένδειξη πλουτισμού, τις φωτογραφίες ακόμα και το γέλιο. Ναι καλά διαβάσατε, το γέλιο ήταν λόγος σύλληψης και πολυετούς φυλάκισης.
Η παράνοια όμως δεν σταμάτησε σε αυτά τα μέτρα. Σειρά είχαν οι σεξουαλικές επαφές, μεταξύ ενηλίκων. Όποιαδήποτε θρησκευτική λατρεία τιμωρούνταν με θάνατο.Τα παιδιά άνω των 12 ετών μεταφέρονταν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης, ώστε να προετοιμαστούν για να γίνουν μέλη του κόμματος. Από 6 εώς 12 ετών τα μεγάλωναν οι φανατικές γιαγιάδες όπως λέγονταν, που ήταν πιστές στο κόμμα και τα προετοίμαζαν για να γίνουν φύλακες των αρχών του Πολ Ποτ.
Η χώρα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο νεκροταφείο. Εκτός από τις εκτελέσεις, οι οποίες ήταν πάνω από 300.000, τους θανάτους στη φυλακή, από 14.000 φυλακισμένους επέζησαν μόλις οι 12!! Εκτός λοιπόν από αυτούς τους θανάτους η ύπαιθρός είχε γεμίσει με νεκρούς, από τη πείνα. Τα πτώματα δεν θάβονταν καθώς απαγορεύονταν και η θλίψη και ο θρήνος. Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία ενός επιζήσαντα: «Πεινούσαμε τόσο πολύ ώστε τρώγαμε τα έντομα που έπεφταν από το ταβάνι… Τρώγαμε το φαγητό μας δίπλα σε πτώματα και δεν μας ένοιαζε επειδή ήμασταν σαν ζώα. Οι συνθήκες ήταν τόσο απάνθρωπες και το φαγητό τόσο λίγο ώστε έφτασα να σκεφτώ ότι η ανθρώπινη σάρκα θα ήταν μια καλή τροφή».
Ο Πολ Ποτ έχανε τον έλεγχο, διέταξε να σκοτώσουν οι ίδιοι οι σύζυγοι, τις γυναίκες τους αν είχαν καταγωγή από το Βιετνάμ. Σκότωσε τα 18 μέλη από τα 22, μέλη του Κόμματος. Εξαπέλυσε επίθεση σε εδάφη του Βιετνάμ και τότε ήρθε η λύτρωση για το λαό της Καμπότζης. Το 1978 συνέβη το εξής εκπληκτικό γεγονός, ο λαός της Καμπότζης υποδεχόταν με ζητοκραυγές και πανηγυρισμούς τους Βιετναμέζους στρατιώτες και τους παρακαλούσαν να μείνουν και να τους σώσουν. Το καθεστώς κατέρρευσε, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, και όσοι επέζησαν κρύφτηκαν στην αχανή ζούγκλα της Καμπότζης.
Οι Βιετναμέζοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν τι αντίκρυζαν. Εκατομμύρια οστά νεκρών πεταμένα στους δρόμους. Δεμένους ανθρώπους σε δέντρα, που είχαν αφέθει να πεθάνουν από ασιτία, υποσιτισμένους ανθρώπους που κείτονταν στο έδαφος ανήμποροι να σταθούν όρθιοι. Ο Πολ Ποτ διέφυγε, και δεν συνελήφθη ποτέ. Πέθανε το 1998. Σε τρία χρόνια σκοτώθηκαν 2.000.000 πολίτες.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ