Οι υπάλληλοι της Βουλής με τα πριγκιπικά προνόμια
Με 28 έτη προϋπηρεσίας λαμβάνουν βοήθημα 56 μισθούς
Δημοσίευση 11/11/2012 | 00:00
Έτοιμος ακόμα και για πολιτική επιστράτευση των υπαλλήλων της Βουλής, οι οποίοι απείλησαν να τινάξουν στον αέρα την ψηφοφορία για το μνημόνιο προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, ήταν χτες το απόγευμα ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς.
Όλα άρχισαν όταν ο υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε ότι είχε εντάξει στο νομοσχέδιο με τα μέτρα, διάταξη με την οποία υποχρέωνε τους υπαλλήλους της Βουλής να ακολουθήσουν το μισθολόγιο των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων.
Τα προνόμια που επί της ουσίας απειλούνταν από τη ρύθμιση Στουρνάρα ήταν κατά πρώτο και κύριο λόγο το αμετάθετο.
Μέχρι τώρα δεν θα μπορούσε κανένας υπάλληλος της Βουλής να μετατεθεί σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου, ειδικά μετά τη ρύθμιση που πέρασε στο μνημόνιο 3 για τις υποχρεωτικές μετατάξεις.
Το δεύτερο έχει να κάνει με τις υπερωρίες που λαμβάνουν οι υπάλληλοι της Βουλής.
Η κλίμακα των υπερωριών τους είναι σαφώς μεγαλύτερη -και στους περισσότερους καταβάλλεται το μέγιστο του ποσού- από αυτή του μεγαλύτερου μέρους του υπολοίπου Δημοσίου.
Το τρίτο αφορά στο… παχυλό και μάλιστα διπλό εφάπαξ που λαμβάνουν όταν αποχωρούν από την υπηρεσία.
Σύμφωνα με τα Έθνος, εκτός από το εφάπαξ λαμβάνουν και ένα ειδικό βοήθημα από το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων της Βουλής (ΤΑΥΒ), που μόνο απλό δεν είναι.
Και αυτό γιατί για κάθε έτος ασφάλισης τους στο ταμείο οι υπάλληλοι της Βουλής λαμβάνουν δύο μισθούς, δηλαδή με 28 έτη προϋπηρεσίας, ένα υπάλληλος θα λάβει βοήθημα 56 μισθούς.
Όπως αναφέρουν τα Νέα, παρά το γεγονός ότι από το 2009 μέχρι σήμερα έχουν υποστεί μειώσεις της τάξης του 35%, εξακολουθούν να αμείβονται κατά μέσο όρο με περίπου 3.000 ευρώ το μήνα.
Από τους 1.270 μονίμους υπαλλήλους της Βουλής ουδείς έχει προσληφθεί με ΑΣΕΠ.
Ένας κοινός δημόσιος υπάλληλος με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, όταν συνταξιοδοτείται έπειτα από 35 χρόνια προϋπηρεσίας λαμβάνει εφάπαξ 37.500 ευρώ.
Για τον ίδιο χρόνο προϋπηρεσίας και με τα ίδια προσόντα ένας υπάλληλος της Βουλής προσδοκά περίπου 300.000, σύμφωνα με πηγές του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.