Η σκοτεινή πόλη της αναρχίας
Η Walled City ήταν αναμφίβολα μια αστική ανωμαλία
Μπορεί να έχουν περάσει 20 χρόνια (μόλις τα κλείσαμε) από την κατεδάφιση της Kowloon Walled City, παραμένει ωστόσο ένας από τους πλέον πυκνοκατοικημένους αστικούς ιστούς που είδε ποτέ ο πλανήτης.
Περισσότεροι από 33.000 άνθρωποι στοιβάζονταν σε 28.000 τετραγωνικά μέτρα (7 εκτάρια γης!), στην πόλη που στα καντονέζικα έμεινε γνωστή ως «πόλη του σκότους». Μια από τις πλέον θρυλικές ανθρώπινες κατασκευές έφτασε στο τέλος της το 1993, όταν γκρεμίστηκε οριστικά: τίποτα σαν αυτό δεν είχε δει ποτέ ο κόσμος και τίποτα σαν αυτό δεν θα ξανάβλεπε έκτοτε.
Η Walled City ήταν αναμφίβολα μια αστική ανωμαλία, όμοια με αυτές που τείνουν να εμφανίζονται σε αμφισβητούμενα εδάφη και παραμεθόριες περιοχές. Το κομμάτι αυτό γης ξεκίνησε σαν κινεζικό στρατιωτικό φυλάκιο στις αρχές του 1800, ενώ αργότερα η μοίρα θα την έκανε νεκρή ζώνη, όταν οι Βρετανοί μίσθωσαν το Χονγκ Κονγκ το 1898. Σειρά είχαν κατόπιν οι Ιάπωνες, που θα ισοπέδωναν την περιοχή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση ο χώρος θα μετατρεπόταν σε πόλο έλξης για όλων των λογιών τους πρόσφυγες, με τόσο τους Βρετανούς, όσο και τους Κινέζους να εμφανίζονται απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν την άναρχη και εκρηκτική κοινότητα που ξεπηδούσε σιγά σιγά: η Kowloon Walled City, όπως την ξέραμε, είχε μόλις γεννηθεί.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, 300 πύργοι ανεγέρθησαν στην περιοχή, με τα κτίρια να υφαίνονται σε ένα διασυνδεδεμένο πυκνό δίκτυο ανύπαρκτης ουσιαστικά υποδομής: ούτε αρχιτεκτονικός ούτε πολεοδομικός σχεδιασμός υπήρξε, παρά μόνο μια στρατιά κατοίκων που ανέλαβαν πυρετωδώς να χτίσουν την πόλη τους.
Η έλλειψη μάλιστα υποδομών και αστικών υπηρεσιών έμεινε παροιμιώδης: η υδροδότηση γινόταν από πηγάδια, την ίδια στιγμή που τα σκουπίδια των κατοίκων αποθηκεύονταν στις οροφές των κτιρίων. Κάθε πολίτης της Kowloon Walled City είχε στη διάθεσή του ζωτικό χώρο 3,5 τετραγωνικών μέτρων, με τις συνθήκες της καθημερινότητας να λογίζονται ακραίες.
Εξαιτίας μάλιστα της αμφισβητούμενης φύσης της περιοχής (ανήκε μεν στο υπό αγγλική ιδιοκτησία Χονγκ Κονγκ, παρέμενε ωστόσο διοικητικά στην Κίνα), δεν υπήρχε νόμος: ήταν ένας τόπος παρανόμων, προσφύγων και φυγάδων, που συνέχιζαν να συνωστίζονται εκεί, χτίζοντας ολοένα και ψηλότερες κατασκευές, χωρίς σχέδιο, χωρίς κανόνες. Ήταν απλώς άνθρωποι που προσπαθούσαν να ζήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν. Η αστυνομία δεν επισκεπτόταν ποτέ την περιοχή, με τις παράνομες δραστηριότητες να ανθούν δίπλα στην παράξενη καθημερινότητα των κατοίκων.
Παρά το γεγονός ότι η πόλη ήταν κακόφημη και χαοτική στα μάτια του εξωτερικού παρατηρητή, ήταν ταυτόχρονα μοντέλο ανθρώπινης συνεργασίας: οι κάτοικοι διέθεταν τους δικούς τους κανόνες συμβίωσης, την ίδια στιγμή που είχαν συλλάβει και μια σειρά από υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως ομάδες κατάσβεσης πυρκαγιών κ.λπ. Σχολεία υπήρχαν επίσης, ενώ τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις γνώρισαν σχετική άνθιση.
Το μόνο σημαντικό πρόβλημα ήταν ο υψηλός δείκτης εγκληματικότητας και γι' αυτό ευθυνόταν φυσικά η κινεζική μαφία – μιλάμε άλλωστε για τις ούτως ή άλλως ταραγμένες δεκαετίες του '60 και του '70. Οι κάτοικοι ωστόσο συμβίωναν αγαστά, με το μότο τους να είναι: «Έχουμε όλοι πολύ καλές σχέσεις σε πολύ κακές συνθήκες».
Στα μέσα του 1980, η ανησυχία των Αρχών για τις συνθήκες διαβίωσης και την εγκληματικότητα στην Kowloon Walled City θα καλούσε σε ριζικά μέτρα: η πλειονότητα των κατοίκων μετεγκαταστάθηκε, ενώ λίγα χρόνια αργότερα η πόλη ήταν πλέον φάντασμα.
Οι περισσότερες φωτογραφίες, μάλιστα, είναι από την περίοδο που μεσολάβησε μεταξύ της μετεγκατάστασης των κατοίκων και της οριστικής κατεδάφισης της πόλης το 1993. Σήμερα ο χώρος έχει μετατραπεί σε πάρκο, με ένα μπρούτζινο ομοίωμα της πόλης να είναι το μόνο που απέμεινε από την πλούσια ιστορία της.
Όπως κι αν έχει, η Walled City παραμένει ένα πολιτισμικό ορόσημο για την ουτοπική ιδέα της αυτοδιοικούμενης κοινότητας: ήταν ένα γενναίο πείραμα, με την κατάληξή του να προκαλεί ακόμα έριδες και διαξιφισμούς.