Πέθανε η «σκονισμένη κυρία» των Δίδυμων Πύργων: Υπέφερε από κατάθλιψη και καρκίνο
Σε ηλικία 42 ετών
Δημοσίευση 26/8/2015 | 09:31
Η εικόνα της έγινε σύμβολο της τρομοκρατικής επίθεσης που συγκλόνισε τον πλανήτη. Η Marcy Borders, την οποία ο φακός συνέλαβε καλυμμένη με τέφρα και σκυρόδεμα να προσπαθεί να ξεφύγει από το Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, έφυγε από τη ζωή τη Δευτέρα, σε ηλικία 42 ετών.
Μητέρα δύο παιδιών, έγινε γνωστή ως «η σκονισμένη κυρία» λόγω της φωτογραφίας της. Όπως αναφέρει ο πρώτος ξάδερφός της, John Borders, η Marcy πέθανε από ασθένειες που χτύπησαν το σώμα της μετά την τρομοκρατική επίθεση του 2001.
Διαγνώστηκε για πρώτη φορά με καρκίνο τον Αύγουστο του 2014 και είχε υποβληθεί σε θεραπεία. Τον Νοέμβριο δήλωσε ότι πίστευε ότι ο καρκίνος προκλήθηκε από τη σκόνη που εισέπνευσε μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. «Σίγουρα το πιστεύω, γιατί δεν είχα κάποια ασθένεια. Δεν έχω καν υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή χοληστερόλη ή διαβήτη».
Η Borders, από το Νιου Τζέρσεϊ, εργαζόταν στην Bank of America μόλις ένα μήνα και είχε αργήσει να πάει στη δουλειά τη μέρα της επίθεσης. Καθάριζα το γραφείο μου και ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω την ημέρα μου. Τότε χτύπησε το αεροπλάνο και το κτίριο άρχισε να τρέμει και να ταλαντεύεται. Έχασα κάθε έλεγχο κι άρχισα να τρέχω», είχε περιγράψει στην Daily Mail το 2011.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η Marcy αγνόησε τις οδηγίες του υπευθύνου που έλεγε να παραμείνουν όλοι στα γραφεία τους. «Εκατοντάδες άνθρωποι προσπαθούσαμε να βγούμε. Το κλιμακοστάσιο είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και εμείς έπρεπε να κατεβούμε. Ήμουν πεπεισμένη ότι επρόκειτο να πεθάνω. Είμαι τόσο ευτυχής που είχα τη δύναμη να φτάσω στο ισόγειο», είχε περιγράψει.
Αλλά όταν έφτασε εκεί, αντίκρισε την απόλυτη καταστροφή. Παντού τραυματίες και αίματα και τεράστια γκρι σύννεφα σκόνης γύψου και τέφρας είχαν καλύψει τα πάντα, ακόμα και την ίδια.
«Τα πάντα έπεφταν, υπήρχαν συντρίμμια παντού. Προσπάθησα να τρέξω κατευθείαν έξω, αλλά ο στρατός με άρπαξε και με κράτησε πίσω, επειδή κατέρρεαν πράγματα». Στη συνέχεια, από το πουθενά ένας άντρας άρπαξε το χέρι της και την οδήγησε στην ασφάλεια. «Με τράβηξε προς ένα κτίριο στο οποίο θα ήμουν ασφαλής. Τότε ήταν που τραβήχτηκε η φωτογραφία», είχε πει.
Η ίδια δεν είχε δει καν τον φωτογράφο, τον Stan Honda από το AFP, και δεν είχε ιδέα για τη φωτογραφία, μέχρι που η μητέρα της της τηλεφώνησε και της είπε ότι την είδε.
Η εικόνα αυτή τελικά έγινε μία από τις πιο αναγνωρισμένες της δεκαετίας και συμπεριλήφθηκε στη λίστα με τις 25 πιο ισχυρές εικόνες του περιοδικού Time, εμπνέοντας μάλιστα και τη δημιουργία του τραγουδιού «The Ballad of Marcy Borders», που έγινε viral.
Ωστόσο, μετά την επίθεση, η Borders είδε τη ζωή της να καταρρέει. Ήταν τρομοκρατημένη, είχε απομονωθεί και σπάνια έβγαινε από το διαμέρισμά της. «Έπινα πολύ και δεν έβγαινα έξω. Είχε στοιχειώσει τη ζωή μου. Η ζωή μου βγήκε εκτός ελέγχου. Δεν δούλεψα ούτε μία μέρα σε σχεδόν δέκα χρόνια και από το 2011, ήμουν σε ένα πλήρες χάος. Ήμουν πεπεισμένη ότι ο Οσάμα μπιν Λάντεν σχεδίαζε περισσότερες επιθέσεις. Κάθε φορά που έβλεπα αεροσκάφος, πάθαινα πανικό. Αν έβλεπα έναν άνδρα σε ένα κτίριο, ήμουν πεπεισμένη ότι επρόκειτο να με πυροβολήσει. ¶ρχισα να πίνω και να παίρνω ναρκωτικά, επειδή δεν ήθελα να ζήσω».
Τελικά δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους λογαριασμούς της ή να φροντίζει τα παιδιά της. Η κόρη της, Noelle, έφυγε να ζήσει με τον πατέρα της και η Πρόνοια ήρθε σπίτι της για να εκτιμήσει τις συνθήκες διαβίωσης του γιου της, Zay-den.
«Είχα παρατήσει τον εαυτό μου, σταμάτησα να πλένομαι, δεν μπορούσα καν να με κοιτάξω στον καθρέφτη. Νομίζω ότι η ζωή μου έγινε σκουπίδια. Έπαιρνα χάπια, κρακ, οτιδήποτε είχα στα χέρια μου». Το 2011, μπήκε σε κέντρο αποτοξίνωσης και συνήλθε και στη συνέχεια κατάφερε να ανακτήσει την επιμέλεια των παιδιών της.