Σχεδίασαν το τέλειο έγκλημα για να αποδείξουν ότι είναι Υπεράνθρωποι
Χαρακτηρίζεται η δίκη του αιώνα
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1948 σκηνοθετεί τη ταινία «Ο βρόγχος». Μετά τη πρώτη προβολή της, απογορεύεται και διακόπτεται η προβολή της, καθώς ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στο κοινό. Τί ήταν όμως αυτό που ξεσήκωσε τους θεατές και ανάγκασε την απαγόρευση της προβολής της;
Η ταινία αναφερόταν στο τέλειο έγκλημα που σχεδίαζαν δύο συγκάτοικοι, σκοτώνοντας και βάζοντας σε ένα μπαούλο ένα φίλο τους. Η ταινία βασιζόταν σε μια αληθινή ιστορία, που συγκλόνισε την Αμερική 20 χρόνια πριν. Όπως αποδείχθηκε οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές, και ο κόσμος ξεσηκώθηκε, θεωρώντας τη ταινία προσβολή στο αδικοχαμένο θύμα των δύο δολοφόνων.
Το 1924, δύο γόνοι πλούσιων οικογενειών, ο Νέιθαν Λίοπολντ και ο Ρίτσαρντ Λόιμπ, στη πόλη του Σικάγο, προσπαθώντας να σπάσουν την ρουτίνα του συντηρητικού περιβάλλοντος που μεγαλώνανε, άρχισαν να κάνουν ληστείες, βανδαλισμούς, επιθέσεις σε ηλικιωμένους. Έτσι διασκέδαζαν και δοκίμαζαν τα όρια τους.
Στα χέρια τους πέφτει ο «Υπεράνθρωπος» του Φρίντριχ Νίτσε, το οποίο αναφέρεται στον άνθρωπο που διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες και η ευφυΐα του του επιτρέπει να υπερβαίνει τον νόμο. Σαφώς επηρεασμένοι, σχεδιάζουν να σκοτώσουν κάποιον για να αποδείξουν ότι είναι εξυπνότεροι από τους υπόλοιπους.
7 μήνες παρακολουθούν τα υποψήφια θύματα, έχουν κυριευτεί από τη μανία για αίμα, καταλήγουν ότι το υποψήφιο θύμα θα είναι ο μικρότερος ξάδελφος του Λόιμπ, ο 14χρονος Ρόμπερτ «Μπόμπι» Φρανκ, ο οποίος ήταν γιος ενός πλουσίου κατασκευαστή ρολογιών.
Νοικιάζουν ένα αυτοκίνητο και όταν ο 14χρονος γυρνάει σπίτι του από το σχολείο του προτείνουν να τον πάνε αυτοί. Αφού τον αναισθητοποίησαν, τον έπνιξαν, τον έκαψαν ώστε να μην αναγνωριστεί, και τον πέταξαν σε έναν οχετό στο παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Γυρίσαν καθαρίσαν το αμάξι, έκαψαν τα ρούχα τους και συνέχισαν την κανονική τους ζωή, θεωρώντας ότι έχουν διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Όμως δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα, όπως έχει αποδειχθεί τόσες φορές.
Το νεαρό θύμα ήταν ιδιατέρως αγαπητός στη τοπική κοινωνία, και όλοι άρχισαν να τον αναζητούν. Ο Λίοπολντ τηλεφώνησε στη μητέρα του παιδιού ως Τζορτζ Τζόνσον και της είπε ότι ο Ρόμπερτ είχε απαχθεί. Αργότερα, έστειλαν στο σπίτι ένα σημείωμα, που είχαν γράψειι σε μια κλεμμένη γραφομηχανή, όπου κατέγραφαν οδηγίες για την παράδοση των λύτρων. Ωστόσο, ένας άντρας βρήκε το πτώμα του παιδιού και η αστυνομία κατάλαβε ότι η «απαγωγή» ήταν τέχνασμα. Οι δύο νεαροί εξαφάνισαν τα τελευταία στοιχεία και επέστρεψαν στην καθημερινότητά τους. Έκαψαν μια ρόμπα που είχαν χρησιμοποιήσει για να μεταφέρουν το πτώμα και πέταξαν τη γραφομηχανή, που είχαν χρησιμοποιήσει για τα απειλητικά σημειώματα.
Οι υπεράνθρωποι όμως είχαν κάνει ένα τραγικό λάθος, άφησαν στο τόπο του εγκλήματος ένα ζευγάρι γυαλιών με πολύ ιδιαίτερο σκελετό. Για κακή τους τύχη το σκελετό είχαν αγοράσει μόνο 3 άτομα. Ανάμεσα τους και ο Νέιθαν. Κατά την ανάκριση έσπασε και ομολόγησε το έγκλημα.
Ξεκίνησε η δίκη, όπου οι πλούσιοι γονείς τους προσέλαβαν τους καλύτερους δικηγόρους να τους εκπροσωπήσουν. Έξω από το δικαστήριο είχε μαζευτεί κόσμος που απειλούσε να τους λιντσάρει. Οι απολογίες τους ήταν που τους καταδίκασαν, μιλούσανε με υπεροψία καμία μεταμέλεια. Καταδικάστηκαν σε 99 χρόνια φυλακή.
Στη φυλακή ο Λόιμπ, δολοφονήθηκε στις τουαλέτες, ενώ ο Λίοπολντ παρέμεινε στη φυλακή μέχρι τον Μάρτιο του 1958. Έγραψε βιβλία και μετά την αποφυλάκιση του μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το 1971. Η δίκη τους διήρκησε 32 μέρες και διδάσκεται στις νομικές σχολές καθώς θεωρείται μία από τις δυσκολότερες δίκες όλων των εποχών.