Δυνατή μουσική σημαίνει περισσότερη κατανάλωση: Πώς το «sound pressure» αυξάνει το αλκοόλ
Τι έδειξε έρευνα

Από το NEWSROOM
Γάλλοι ερευνητές διερεύνησαν τη σχέση ανάμεσα στο επίπεδο έντασης της μουσικής και την κατανάλωση αλκοόλ σε πραγματικά μπαρ.
Συγκεκριμένα, σε δύο μπαρ, κατά τη διάρκεια τριών Σαββατοκυριάκων, επέλεγαν άνδρες ηλικίας 18-25 που παρήγαγαν μπίρα σε draft (25 cl) και σταδιακά άλλαζαν το επίπεδο έντασης της μουσικής ανάμεσα σε “κανονικό” (~72 dB) και “υψηλό” (~88 dB).
Οι συμμετέχοντες δεν γνώριζαν ότι παρατηρούνταν και η έρευνα δεν επηρέαζε τις παραγγελίες τους — οι ερευνητές απλώς κατέγραφαν πόσα ποτήρια κατανάλωναν και πόσο γρήγορα.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Όταν η ένταση της μουσικής ανέβαινε, οι συμμετέχοντες:
- Παραγγέλνανε περισσότερα ποτά σε σχέση με το κατώτερο επίπεδο έντασης
- Έπιναν γρηγορότερα, δηλαδή ο χρόνος που περνούσε ανά ποτήρι μειωνόταν
Παράδειγμα: Σε ένταση 88 dB οι πελάτες ήπιαν κατά μέσο όρο 3,4 ποτήρια και ολοκλήρωναν κάθε ποτό σε ~11,5 λεπτά, ενώ σε 72 dB ήπιαν ~2,6 ποτήρια και κάθε ποτό κατανάλωνε ~14,5 λεπτά.
Πιθανοί μηχανισμοί: Τι εξηγεί τη συμπεριφορά
Οι ερευνητές προτείνουν δύο βασικές θεωρίες:
Υπερδιέγερση (arousal): Η έντονη μουσική αυξάνει τη διέγερση των ανθρώπων, κάνοντας τους πιο πρόθυμους να καταναλώσουν γρήγορα.
Μείωση κοινωνικής αλληλεπίδρασης: Σε υψηλή ένταση, η ομιλία και η συνομιλία γίνονται δυσκολότερες — άρα λιγότερη ανταλλαγή λόγων και περισσότερη κατανάλωση.
Τι σημαίνει αυτό για εσένα και για τα μπαρ
Αν θες να κάνεις «έξυπνα ποτά», ίσως να αποφύγεις τα μπαρ με δυνατή μουσική. Όσο πιο δυνατά γυρνάει η ένταση, τόσο πιο εύκολο είναι να χάσεις τον έλεγχο.
Από την άλλη πλευρά, για τους καταστηματάρχες, η δυνατή μουσική μπορεί να είναι εργαλείο αύξησης πωλήσεων. Η αύξηση έντασης μπορεί να ωφελεί τα οικονομικά των bars.
Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά: η ανθρώπινη υγεία, η υπεύθυνη κατανάλωση και η ισορροπία στον χώρο διασκέδασης.